Ρέπινγκτον, Κάρολος — (Repington, 1858 – 1925). Άγγλος αξιωματικός και στρατιωτικός κριτικός. Πολέμησε στους αποικιακούς πολέμους του Αφγανιστάν, Σουδάν και Nοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Διετέλεσε στρατιωτικός ακόλουθος στις Βρυξέλες και στη Χάγη και το 1900 πήρε… … Dictionary of Greek
βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… … Dictionary of Greek
Άστορ — (Astor). Οικογένεια Αμερικανών και Άγγλων επιχειρηματιών και πολιτικών γερμανικής καταγωγής. 1. Τζον Τζέικομπ (1763 1848). Μεγαλοεπιχειρηματίας, έμπορος γουναρικών. Μετανάστευσε από τη Γερμανία στις ΗΠΑ, όπου ίδρυσε την πόλη Αστόρια, στις όχθες… … Dictionary of Greek
Βλάχου, Ελένη — (Αθήνα 1911 – 1995).Εκδότρια και δημοσιογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής δημοσιογραφίας καθώς και εκδότρια της εφημερίδας Καθημερινή, από το 1951 που πέθανε ο πατέρας της Γεώργιος Βλάχος (βλ. λ.) και μέχρι τον θάνατό της. Στη διάρκεια της… … Dictionary of Greek
Γκότλιμπ, Άντολφ — (Adolph Gottlieb, Νέα Υόρκη 1903 – Νέα Υόρκη 1974). Αμερικανός ζωγράφος. Ο Γ. συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εκπροσώπους του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Ανήκε στα ιδρυτικά μέλη της ομάδας Δέκα, η οποία δημιουργήθηκε το 1935 με σκοπό τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Καλατράβα, Σαντιάγκο — (Μπενιμάμετ, Ισπανία 1951 –). Ισπανός αρχιτέκτονας. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη γενέτειρά του. Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1968 69) και στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή Αρχιτεκτονικής (1969 74). Αργότερα μετέβη στη Ζυρίχη… … Dictionary of Greek
Μπλερ, Τόνι — (Anthony Charles Linton «Tony» Blair, Εδιμβούργο 1953 –). Βρετανός πολιτικός. Σπούδασε στο ιδιωτικό κολέγιο Φετ του Εδιμβούργου και νομικά στο κολέγιο Σεντ Τζον της Οξφόρδης. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στο Λονδίνο, ειδικευμένος σε θέματα… … Dictionary of Greek
Μπρόντγουεϊ — (Broadway). Μία από τις κύριες οδικές αρτηρίες της Νέας Υόρκης, το κέντρο της θεατρικής ζωής της πόλης. Ήδη το 1883 είχε εγκαινιαστεί στο Μ. το μεγαλύτερο λυρικό θέατρο της Νέας Υόρκης, το Metropolitan, αλλά η ανάπτυξη της θεατρικής κίνησης στην… … Dictionary of Greek
Ντέι, Μπέντζαμιν Χένρι — (Benjamin Henry Day, Σπρίγκφιλντ 1810 – Νέα Υόρκη 1889). Αμερικανός τυπογράφος και δημοσιογράφος. Αφού απέτυχε στο επάγγελμα του τυπογράφου, αποφάσισε, το 1833, να εκδώσει μια φτηνή λαϊκή εφημερίδα κι έτσι έγινε τυχαία ανακαινιστής του… … Dictionary of Greek